- προενάρχομαι
- 4278 προενάρχομαι{с.гл., 2}начинать раньше (2Кор. 8:6, 10).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
προενάρχομαι — Α αρχίζω κάτι πριν από κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐνάρχομαι «αρχίζω»] … Dictionary of Greek
προεναρξαμένων — προενάρχομαι begin before aor part mid fem gen pl προεναρξαμένων , προενάρχομαι begin before aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεναρξαμένους — προενάρχομαι begin before aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενάρξασθαι — προενάρχομαι begin before aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενήρξασθε — προενάρχομαι begin before aor ind mid 2nd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προενήρξατο — προενάρχομαι begin before aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)